πραπίδες

πραπίδες
πραπίδες = φρένες, diaphragm, midriff, Il. 11.579; then for heart, mind, thoughts, Il. 22.43, Il. 18.380, Od. 7.92.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραπίδες — midriff fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδες — αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, ίδος, ή, Α 1. το διάφραγμα που βρίσκεται μεταξύ τού θώρακα και τής κοιλιάς 2. (ως έδρα τής διανοητικής δύναμης) νους, διάνοια 3. (ως έδρα τών αισθήσεων) τα συναισθήματα 4. (ως έδρα τής επιθυμίας) καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια …   Dictionary of Greek

  • πραπίδα — πραπίδες midriff fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδας — πραπίδες midriff fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδι — πραπίδες midriff fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδος — πραπίδες midriff fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδων — πραπίδες midriff fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”